- ἐνηβητήριον
- ἐνηβ-ητήριον, τό,A place of amusement, Hdt.2.133, Ael.NA11.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενηβητήριον — ἐνηβητήριον, το (Α) τόπος διασκέδασης, αναψυχής («καὶ ἵνα πυνθάνοιτο εἶναι ἐνηβητήρια ἐπιτηδεότατα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ένηβος + τήριον*] … Dictionary of Greek
ἐνηβητήρια — ἐνηβητήριον place of amusement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)